- ἀμφιετίδαι
- ἀμφι-ετίδαι, οἱ, Com. name for stupid persons, Men.13D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιετίδαι — ἀμφιετίδαι, οι (Α) [ἀμφιετής] κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους … Dictionary of Greek
ἀμφιετίδαι — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιετής — ἀμφιετής, ές (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ετής < ἔτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι] … Dictionary of Greek